ρικέττσια

ρικέττσια
η, Ν
(μικρβλ.) μονοκύτταρος μικροοργανισμός τής τάξης ρικεττσιώδη που ταξινομείται μαζί με τους ιούς στην ομάδα τών μικροτατοβιωτικών και είναι ενδιάμεσος, μεταξύ ιών και μικροβίων, ως προς το μέγεθος, την υπερμικροσκοπική δομή και τη βιοχημική σύστασή του και προκαλεί διαφόρους νόσους στον άνθρωπο και στα ζώα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. rickettsia, από το όν. τού Αμερικανού παθολόγου Howard Τ. Ricketts].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ρικεττσίωση — η, Ν [ρικέττσια] (ιατρ. κτην.) γενική ονομασία για τις ασθένειες που προκαλούνται από τις ρικέττσιες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”